εμιλιά

εμιλιά
η
ομιλία, λόγος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Εμίλια Ρομάνια — (Emilia Romagna). Ιστορική περιοχή και διοικητική περιφέρεια (22.123 τ. χλμ., 3.960.549 κάτ. το 2001) της ηπειρωτικής Ιταλίας με πρωτεύουσα την Μπολόνια (910.592 κάτ.). Βρίσκεται στο βόρειο κεντρικό τμήμα της Ιταλίας, μεταξύ του ποταμού Πάδου στα …   Dictionary of Greek

  • εμιλία — η γένος φυτών τής οικογένειας σύνθετα …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • λιμνοθάλασσα — Παράκτια λεκάνη υφάλμυρου νερού, που χωρίζεται από τη θάλασσα με φυσικά φράγματα. Συνήθως οι λ. σχηματίζονται σε αβαθείς ζώνες, όπου υδάτινα ρεύματα, τα οποία εκβάλλουν σε δέλτα, δημιουργούν, μαζί με την κυματοειδή κίνηση και τα παράκτια ρεύματα …   Dictionary of Greek

  • Άγιος Μαρίνος — Κράτος της νότιας Ευρώπης, που περικλείεται από το έδαφος της βορειοκεντρικής Ιταλίας.Κράτος της νότιας Ευρώπης, που περικλείεται από το έδαφος της βορειοκεντρικής Ιταλίας.Ο Ά.Μ. βρίσκεται στις παρυφές των Απένινων ορέων, κοντά στο Ρίμινι και σε… …   Dictionary of Greek

  • αεροφωτογεωλογία ή φωτογεωλογία — Η μελέτη του εδάφους από αεροφωτογραφίες με σκοπό τη συλλογή πληροφοριών σχετικών με τη γεωλογική σύστασή του. Αποκαλείται επίσης και φωτογεωλογική ερμηνεία. Οι αεροφωτογραφίες υποβοηθούν σημαντικά τη γεωλογική έρευνα, γιατί επιτρέπουν την… …   Dictionary of Greek

  • Αντελάμι, Μπενεντέτο — (Benedetto Antelami, 1150; – 1225;). Ιταλός γλύπτης και αρχιτέκτονας. To επώνυμό του υποδηλώνει ότι ανήκε στην ομάδα των αντελαμών δασκάλων, που κατάγονταν από τη λίμνη του Κόμο και εργάστηκαν ως αρχιτέκτονες και διακοσμητές στη βόρεια Ιταλία… …   Dictionary of Greek

  • Απένινα — (Apennino). Οροσειρά που αποτελεί τη σπονδυλική στήλη και το κυριότερο γεωμορφολογικό στοιχείο της Ιταλικής χερσονήσου. Τα Α. σχηματίζουν ένα μεγάλο τόξο κυρτό στα Α και έχουν μήκος 1.350 χλμ., ενώ το πλάτος τους κυμαίνεται από 40 έως 120 χλμ. Τα …   Dictionary of Greek

  • Αριόστο, Λουντοβίκο — (Ludovico Ariosto, Ρέτζο Εμιλία 1474 – Φεράρα 1533). Ιταλός ποιητής. Έζησε στην αυλή των δουκών Ντ’ Έστε όπου τέθηκε στην υπηρεσία του καρδινάλιου Ιππόλυτου ντ’ Έστε και του αδελφού του Αλφόνσου Α’. Στα γράμματα αφιέρωνε τις λίγες ελεύθερες… …   Dictionary of Greek

  • Βένετο — I (Veneto ή Venézia Euganea). Ιστορική και διοικητική περιφέρεια (18.365 τ. χλμ., 4.487.560 κάτ. το 2000) της ΒΑ Ιταλίας, στο ΒΑ γεωγραφικό διαμέρισμα της χώρας. Διοικητικά αποτελείται από επτά επαρχίες: Μπελούνο, Πάντοβα, Ροβίγκο, Τρεβίζο,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”